Περί τα τέλη του 19ου αιώνα η ελαιοπαραγωγή στη Λέσβο υπολογιζόταν σε 25.000 τόνους ελιές, οι εξαγωγές λαδιού σε 10.000 τόνους και σαπουνιού σε 3.800 τόνους, ο δε αριθμός ελαιοδένδρων εκτιμάται σε 10 εκατ. ελαιόδενδρα περίπου, από τα οποία τα 2 εκατ. στο Πλωμάρι, όταν περί τα μέσα του 16ου αιώνα, το νησί παρήγαγε μόλις 236 τόνους ελαιολάδου και 1.026 τόνους ελιές, ο δε αριθμός ελαιοδένδρων, περί τα μέσα του 17ου αιώνα στο Πλωμάρι ήταν μόλις 17.774, που αντιστοιχεί σε 45 ελαιόδενδρα ανά ιδιοκτήτη.
Για τις αυξητικές αυτές μεταβολές σημαντική ήταν η συμβολή της εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, αφετηρία της τεχνολογικής αλλαγής και εκσυγχρονισμού που ολοκληρώνεται τον 20ο αιώνα. Πλην, όμως, οι σύγχρονες αυτές μορφές παραγωγής διαπιστώνεται ότι συνυπάρχουν, για αρκετές δεκαετίες, με τις αρχαϊκές μορφές του χειροκίνητου κυλινδρικού σπαστήρα στη σύνθλιψη και του ζωοκίνητου πιεστηρίου της ελληνιστικής περιόδου.
Η εκμηχάνιση (1870-1890) δεν διαφοροποίησε τα στάδια ή τη μέθοδο της παραγωγικής διαδικασίας αλλά έδωσε το στίγμα της νέας εποχής αφού επαναπροσδιόρισε την «ποσότητα» της κίνησης και κατά συνέπεια το ρυθμό παραγωγής, κύρια δε τα μεγέθη της νέας πραγματικότητας όσον αφορά εγκαταστάσεις, κεφάλαια και κόστη παραγωγής. Το παραγωγικό αυτό πλαίσιο θα παραμείνει αναλοίωτο με ελάχιστες διαφοροποιήσεις όσον αφορά την ενεργειακή τροφοδοσία (εισαγωγή πετρελαιομηχανών, ηλεκτρισμού) ως τα τέλη της δεκαετία του 1930, οπότε ενσωματώνονται στο σύστημα οι φυγοκεντρικοί διαχωριστές ολοκληρώνοντας τη διαμόρφωση του μοντέλου της πρώτης εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας που θα διατηρηθεί έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Η ταχεία ανάπτυξη που γνώρισε το εξωτερικό εμπόριο της Λέσβου, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω της αυξημένης ζήτησης ελαιολάδου και προϊόντων του, καθώς και του διαμετακομιστικού ρόλου του νησιού, που λειτουργεί ως αποθήκη εμπορευμάτων με προορισμό τα μικρασιατικά παράλια, συνέβαλλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και βιομηχανίας παραγωγής ελαιολάδου και σαπουνιού. Η χρυσή εποχή της παραγωγής και εμπορίας σαπουνιού για τη Λέσβο εντοπίζεται στην εικοσαετία 1875-1895. Το 1909, μόνο στο Πλωμάρι λειτουργούσαν 12 σαπωνοποιϊα, 10 ελαιοτριβεία, 1 αλευροποιείο υδραυλικό, 2 πυρονοελαιοεργοστάσια και 2 ατμοκίνητα ελαιοτριβεία.
Οι νέες οικονομικοπολιτικές συνθήκες των αρχών του 20ου αιώνα, η αστάθεια εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κύρια δε η καταστροφή του 1922, οδήγησαν σε πλήρη αποκοπή των εμπόρων από τη Μικρά Ασία και τη Μαύρη Θάλασσα, με επακόλουθο τη σταδιακή αποβιομηχάνιση, έτσι ώστε στην περίπτωση του Πλωμαρίου στη δεκαετία του 1960, να έχουν παραμείνει ενεργά μόλις 3 εργαστήρια σαπουνιού, τα οποία, όπως και οι εγκαταστάσεις αμιγούς ελαιοτριβείου, θα εγκαταλειφθούν στη συνέχεια.
Το 1960 με τον επανασχεδιασμό των πιεστηρίων με στόχο τη μερική αυτοματοποίηση της διαδικασίας φόρτωσης κερδίζοντας χρόνο και μειώνοντας το προσωπικό, εισερχόμεθα στο δεύτερο στάδιο και καθοριστικό για τις μεταπολεμικές εξελίξεις, στάδιο εκμηχάνισης και αυτοματοποίησης που ολοκληρώνεται με την εισαγωγή κατ’ αρχή τριφασικών φυγοκεντρικών πιεστηρίων (1970-1980) και τέλος των διφασικών στα τέλη του 20ου αιώνα. Κάτω από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και τις επιπτώσεις του οικονομικοκοινωνικού μετασχηματισμού της μεταπολεμικής περιόδου, ο αγροτικός πληθυσμός συρρικνώνεται, οι ορεινοί οικισμοί ερημώνονται και τα ελαιοκτήματα εγκαταλείπονται. Το παραγωγικό μοντέλο ελαιοκαλλιέργειας, που βασίστηκε στη μικρής κλίμακας ελαιοπαραγωγή, αποδιαρθρώνεται και ουσιαστικά περί τα τέλη του 20ου αιώνα καταρρέει, δίνοντας τη θέση του σε ένα υπό διαμόρφωση νέο τοπίο που καθορίζουν οι απαιτήσεις των σύγχρονων τεχνολογικών εφαρμογών και κύρια οι προκλήσεις του παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Είναι το νέο τοπίο μέσα στο οποίο οι νέες γενιές καλούνται να συνεχίσουν, με μια σύγχρονη θεώρηση, την ιστορία της ελιάς, 5.000 ετών στη Λέσβο και τριών αιώνων στο ορεινό Πλωμάρι.