Το νέο παραγωγικό μοντέλο της ελληνιστικής περιόδου, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις και τοπικές προσαρμογές, διατηρήθηκε έως τα τέλη του 19ου αιώνα, περίοδο της πρώτης εκμηχάνισης. Την μακρά αυτή περίοδο τεχνολογικής στασιμότητας, το παραγωγικό αυτό μοντέλο, συνυπάρχει με τις αρχαϊκές μορφές σύνθλιψης (χειροκίνητος κυλινδρικός σπαστήρας) και συμπίεσης (χειροκίνητο πιεστήριο, μοχλός, γυμνά πόδια), με διαπιστωμένη παρουσία ακόμα και τον προχωρημένο 19ο αιώνα, στη μορφή οικοτεχνικής παραγωγής ελάχιστης κλίμακας.
Το λάδι παρέμεινε σχεδόν είδος πολυτελείας, έως και τους βυζαντινούς χρόνους, οπότε πρώτιστα εχρησιμοποιείτο, στη λατρεία, την ιατρική, την υγιεινή, τον καλωπισμό και ακολούθως ως μέσο φωτισμού και τη διατροφή με διαβάθμιση κατά κοινωνική διαστρωμάτωση και κατά περιοχή, ενδεικτικό του περιορισμένου επιπέδου ελαιοπαραγωγής και κατανάλωσης ελαιολάδου.
Έως και τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης, οι δομές της αγροτικής οικονομίας δεν μεταβάλλονται ριζικά. Στη Λέσβο, ανασκαφικά ευρήματα και έγγραφες μαρτυρίες, πιστοποιούν την περιορισμένης κλίμακας ελαιοπαραγωγή έως και τα μέσα του 16ου αιώνα όταν η παραγωγή ελιάς και ελαιολάδου υπολογίζεται μόλις στο 8% της αξίας της αγροτικής παραγωγής.
Στο πλαίσιο της δυτικοευρωπαϊκής οικονομικής διείσδυσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, η αυξημένη ζήτηση λαδιού, οδήγησε στη σταδιακή ανάπτυξη της ελαιοκαλλιέργειας, που από τα μέσα του 19ου αιώνα, αποτελεί μονοκαλλιέργεια στη Λέσβο και κύριο προϊόν στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο.